κρόταλο — το όργανο που αποτελείται από μικρούς δίσκους ή κύπελλα, μετάλλινα ή ξύλινα, με την κρούση των οποίων τηρείται ο ρυθμός του χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροκρόταλο — το, Ν μουσικό κρόταλο που κρούεται με το χέρι, κν. καστανιέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρόταλο] … Dictionary of Greek
Στυμφαλίδες όρνιθες — Τερατώδη πουλιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλία. Τίναζαν με φοβερή δύναμη τα φτερά τους σαν βέλη, κατάστρεφαν και μόλυναν τους καρπούς και τα φυτά και τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, που κατασπάραζαν στις πυκνές… … Dictionary of Greek
ζίλι — το 1. ταμπούρλο 2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας 3. στον πληθ. τα ζίλια τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
κούρταλο — το (ΑM κούρταλον) βλ. κρόταλο … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
πυροκρόταλο — το, Ν το καψούλι τού οποίου την έκρηξη χρησιμοποιούν οι σιδηροδρομικοί ως βοηθητικό μέσο για σηματοδότηση τού αποκλεισμού τής σιδηροδρομικής γραμμής σε περιπτώσεις ανάγκης, αλλ. δρομοκροτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ* + κρόταλο. Η λ., στον πληθ.… … Dictionary of Greek
ταμ ταμ — το, Ν 1. χάλκινο κρόταλο ή τύμπανο 2. μουσ. α) μορφή κινεζικού γκονγκ από σφυρηλατημένο μπρούντζο, η επιφάνεια τού οποίου είναι επίπεδη και το χείλος του ελαφρά ανασηκωμένο β) ξύλινο αφρικανικό τύμπανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση… … Dictionary of Greek
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek